ενδοσκόπηση

ενδοσκόπηση
Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που είναι απρόσιτα στο ανθρώπινο μάτι λέγεται ενδοσκόπια. Η ενδοσκόπια μέθοδος στηρίζεται στη χρησιμοποίηση των οπτικών ινών. Παλαιότερα, η παρατήρηση, για παράδειγμα, του εσωτερικού του στομαχιού του ανθρώπου γινόταν έμμεσα, με ακτινοσκόπηση (ή ακτινογραφία) και όχι πάντα με επιτυχία, ενώ η άμεση παρατήρηση μπορούσε να γίνει μόνο με χειρουργική επέμβαση. Παράλληλα, η παρατήρηση του εσωτερικού μιας πολύπλοκης μηχανής προϋπέθετε αναγκαστικά την αποσυναρμολόγησή της. Σήμερα, οι δυσκολίες αυτές έχουν ξεπεραστεί και η παρατήρηση εσωτερικών τμημάτων διαφόρων οργάνων έχει γίνει πολύ πιο εύκολη, χάρη στην εφαρμογή της ε., με ειδικά όργανα που ονομάζονται ενδοσκόπια. ενδοσκόπιο. Ειδικό όργανο με το οποίο γίνονται οι ε. Αποτελείται από έναν σωλήνα που περιέχει δύο κυλινδρικούς πυρήνες. Οι πυρήνες αυτοί απαρτίζονται από δέσμες οπτικών ινών και έχουν μεγάλη διαφάνεια. Η ικανότητά τους να μεταφέρουν το φως με τη μέθοδο των πολλαπλών ολικών ανακλάσεων είναι εξαιρετική. Μία πηγή φωτός συνδέεται με το ελεύθερο άκρο του ενός οπτικού πυρήνα, ενώ το φως μεταφέρεται στο άλλο άκρο. Εκεί φωτίζει κάποιο σημείο που πρέπει να παρατηρηθεί και το οποίο είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Μετά την ανάκλασή του στα τοιχώματα του αντικειμένου που παρατηρούμε, το φως χρησιμοποιεί τον δεύτερο οπτικό πυρήνα για την έξοδό του και με κατάλληλη διάταξη μπορεί να προβληθεί σε οθόνη και να παρατηρηθεί ή να φωτογραφηθεί. Ο σωλήνας του ε. είναι εξαιρετικά εύκαμπτος και μπορεί να φτάσει σε απομακρυσμένα σημεία, πολλές φορές από δαιδαλώδεις διαδρομές. Ε. κατασκευάζουν όλα σχεδόν τα εργοστάσια παραγωγής οπτικών μηχανημάτων υψηλής ακρίβειας.
* * *
η
1. εξέταση τού εσωτερικού κοιλότητας τού σώματος με τον κατάλληλο φωτισμό («ενδοσκόπηση στομάχου»)
2. μορφή διοράσεως κατά την οποία άτομα υπνωτισμένα περιγράφουν τις αλλοιώσεις τών σπλάγχνων τους
3. ψυχολογική μέθοδος κατά την οποία εξετάζει κανείς τα ψυχικά του φαινόμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδοσκόπηση — ενδοσκόπηση, η και ενδοσκοπία, η 1. η παρατήρηση του εσωτερικού ενός σώματος, ιδίως η εξέταση εσωτερικής κοιλότητας του σώματος, που γίνεται με άμεσο φωτισμό: Ενδοσκόπηση στομάχου. 2. (ψυχ.), η εξέταση των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοπαρατηρησία ή ενδοσκόπηση — Νοητική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό, τις σκέψεις, τις παραστάσεις και τα συναισθήματά του. Αυτή η πράξη, τόσο συχνή και τόσο φυσική στον άνθρωπο, ώστε να θεωρείται μοναδικό μέσο για την απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • Ιανσένιος — (Άκοβ 1585 – Λουβέν 1638). Εξελληνισμένο όνομα του Φλαμανδού θεολόγου Κορνέλις Γιάνσεν (Cornelis Jansen). Μαθητής των ιησουιτών, αρχικά έγινε καθηγητής στη Λουβέν και από το 1635 επίσκοπος της Ιπρ. Η φήμη του εξαπλώθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό …   Dictionary of Greek

  • ενδοσκόπια — η η ενδοσκόπηση …   Dictionary of Greek

  • ενδοψία — η η ενδοσκόπηση …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κολίτιδα — Φλεγμονή που προσβάλλει το παχύ έντερο και κυρίως τον βλεννογόνο του. Ενδεικτικά αναφέρονται η παρασιτική ή μικροβιακή κ., η νόσος του Crohn, η ελκώδης κ., η κ. από χρήση αντιβιοτικών ευρέος φάσματος κλπ. Η κ. εκδηλώνεται με αιματηρές ή… …   Dictionary of Greek

  • μπεχαβιορισμός — και μπηχαβιορισμός, ο (φιλοσ.) σχολή ψυχολογίας που κυριάρχησε κατά την περίοδο τού μεσοπολέμου, απορρίπτει την ενδοσκόπηση και χαρακτηρίζεται από αυστηρό ντετερμινισμό σε ό,τι αφορά τα ψυχικά φαινόμενα ο οποίος βασίζεται στην πεποίθηση ότι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”